- αποκρεύω
- -εψα, κάνω αποκριά, απολαύω κάτι ευχάριστο για τελευταία φορά: Ήταν η τελευταία φορά που αποκρέψαμε όλοι μαζί. – Απόψε θ' αποκρέψουμε το φρέσκο ψάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.