αποκρεύω

αποκρεύω
-εψα, κάνω αποκριά, απολαύω κάτι ευχάριστο για τελευταία φορά: Ήταν η τελευταία φορά που αποκρέψαμε όλοι μαζί. – Απόψε θ' αποκρέψουμε το φρέσκο ψάρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκρεύω — [Αποκρεά] 1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας 2. γιορτάζω την αποκριά 3. γλεντώ, διασκεδάζω 4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”